- θησαυρικός
- θησαυρικός, -ή, -όν (Α) [θησαυρός]1. θησαυριστικός, αποταμιευτικός, αυτός που έχει τη συνήθεια να αποταμιεύει2. ο αναφερόμενος στον θησαυρό, δηλαδή στη δημόσια αποθήκη σιτηρών3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θησαυρικόνφόρος για την αποθήκευση σιταριού στη δημόσια σιταποθήκη.
Dictionary of Greek. 2013.