θησαυρικός

θησαυρικός
θησαυρικός, -ή, -όν (Α) [θησαυρός]
1. θησαυριστικός, αποταμιευτικός, αυτός που έχει τη συνήθεια να αποταμιεύει
2. ο αναφερόμενος στον θησαυρό, δηλαδή στη δημόσια αποθήκη σιτηρών
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ θησαυρικόν
φόρος για την αποθήκευση σιταριού στη δημόσια σιταποθήκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θησαυρικῶν — θησαυρικός of the public granary fem gen pl θησαυρικός of the public granary masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρικούς — θησαυρικός of the public granary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”